- νόμιος
- Προσωνύμιο διαφόρων θεών στην αρχαία Ελλάδα. Ιδιαίτερα αποκαλούσαν έτσι τον Δία, τον Απόλλωνα, τον Πάνα, τον Ερμή, τον Διόνυσο και τις Νύμφες.
* * *(I)νόμιος, -ία, -ον (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποιμένες, ποιμενικός2. (το αρσ.) επίκληση διαφόρων θεών, όπως τού Απόλλωνος, τού Πανός, τού Ερμού, τού Διονύσου, τού Διός κ.ά.3. αυτός που αρμόζει σε ποιμένες4. το ουδ. ως ουσ. τὸ νόμιον(ενν. μέλος) το ποιμενικό άσμα5. φρ. «νόμιος θεός» — ποιμενικός θεός, δηλ. ο Παν.[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. -ιος (πρβλ. ίππ-ιος)].————————(II)νόμιος, -ον (Α)1. νόμιμος («ὅρκος ὁ νόμιος» — ο όρκος που επιβάλλεται από τους νόμους, επιγρ.)2. (συν. ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὰ νόμιατα νόμιμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + κατάλ. -ιος (πρβλ. ίππ-ιος)].
Dictionary of Greek. 2013.